- ιππευτικός
- η , ό[ν] верховой, относящийся к верховой езде;
ιππευτικοί αγώνες — скачки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιππευτικοί αγώνες — скачки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιππευτικός — ή, ό [ιππευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα («ιππευτικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππευτική η τέχνη τής ιππασίας … Dictionary of Greek
ιππευτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα ή την ιππασία: Έχει μεγάλη ιππευτική ικανότητα. 2. το θηλ. ως ουσ., ιππευτική η τέχνη της ιππασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)